- κούπωμα
- το, -ατοςσκέπασμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κούπωμα — το [κουπώνω] 1. η ενέργεια τού κουπώνω 2. σκέπασμα, καπάκι, επικάλυμμα για ένα αγγείο, ένα μαγειρικό σκεύος, ένα πιθάρι, μια δεξαμενή … Dictionary of Greek